- ἐπιτάδε
- ἐπιτάδε, sts. in Mss. for ἐπὶ τάδε, opp. ἐπέκεινα, as Epicur.Ep.1p.17U.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιτάδε — ἐπιτάδε και ἐπίταδε (Α) επίρρ. (αντίθ. τού επέκεινα) προς τα εδώ («Γάβρητα, ἐπίταδε τῶν Σουήβων», Στράβ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τάδε «εδώ»] … Dictionary of Greek